- εξημοιβός
- ἐξημοιβός, -όν (Α)ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία τού νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξημοιβά — ἐξημοιβός serving for change neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek